- ορθοπεδικός
- η , ό[ν] 1. ортопедический, протезный;2. (ο ) см. ορθοπεδιστής
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορθοπεδικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ορθοπεδικός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοπεδική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορθοπεδικός γιατρός που έχει ειδικευθεί στην ορθοπεδική 3. το θηλ. ως ουσ. η ορθοπεδική η παθολογία και η θεραπευτική τών… … Dictionary of Greek
ορθοπεδικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοπεδική χειρουργική και το θεραπευτικό της έργο: Ορθοπεδικά μηχανήματα. 2. ως ουσ., ορθοπεδικός, ο, η ο ειδικός επιστήμονας χειρουργός για παθήσεις του σκελετού. 3. ως ουσ., ορθοπεδική, η κλάδος της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοπεδική — Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των … Dictionary of Greek
ανάταξη — η η επαναφορά στην προηγούμενη θέση: Ο ορθοπεδικός έκαμε ανάταξη του κατάγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση του: Ο ορθοπεδικός βρήκε ότι το κάταγμά μου πρέπει να αναταχθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)